- σεισμολογικός
- η , ό[ν] сейсмологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σεισμολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμολογία ή στον σεισμολόγο 2. φρ. «σεισμολογικό ινστιτούτο» ίδρυμα στο οποίο μελετώνται οι σεισμοί με τη χρήση κατάλληλων οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1893 στην… … Dictionary of Greek
σεισμολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σεισμολογία: Σεισμολογικές έρευνες. – Σεισμολογικά κέντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)